Βράδυ δευτέρας, χωρίς ιδιαίτερες προθέσεις κοιτάζεις το ρολόι. Τακ...τακ...τακ...τακ... Αγαπάς το τακ τακ τακ, σου δίνει σιγουριά και ασφάλεια.
Θέλω να σου πω μια ιστορία. Την έφτιαξα μόνο για σένα. Κράτα την, κράτα την στο μυαλό σου! Κλείδωσέ την εκεί και μην την αφήσεις να βγει από την πόρτα που λέγεται στόμα.
Ένα κρύο πρωινό ο άγνωστος Χ βγήκε στο μπαλκόνι και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήξερε ότι όλη η πόλη έψαχνε να τον βρει. Ένιωσε περίεργα συνδεδεμένος με τον Κ. από την 'Δίκη' του Κάφκα, αλλά έδιωξε τρομαγμένος αυτή τη σκέψη. Μπήκε μέσα στο άχαρο δωμάτιο, ντύθηκε και βγήκε στο δρόμο φορώντας μαύρη κουκούλα για να κρυφτεί από τον κόσμο. Η πόλη ήταν γεωμετρικά τέλεια. Οι κάτοικοι ήταν αλγεβρικά τέλειοι. Όλα φαίνονταν τέλεια προσεγμένα με μαθηματική ακρίβεια. Όμως, υπήρχε ένα πρόβλημα. Υπήρχε ένας άγνωστος Χ, ο οποίος χάλαγε την αρμονία των άλλων. Τους ξεβόλευε από την ρουτίνα τους, τους έβαζε αμφιβολίες για τα πάντα. Όπου ανακατεβόταν ο Χ όλα έχαναν την βολική τους σιγουριά. Κάποιοι άρχισαν να επηρεάζονται. Το θέμα είναι ότι ο Χ τα έκανε όλα αυτά αθελά του. Αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να μάθει το πραγματικό του όνομα.
Δεν ξέρω να γράψω το τέλος. Ίσως ξέρεις εσύ.